ριζόκαρπος

ριζόκαρπος
ος, ο[ν] корнеплодный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ριζόκαρπος" в других словарях:

  • ριζόκαρπος — η, ο, Ν (για φυτό) αυτός που βγάζει καρπούς κοντά στη ρίζα του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizocarpous (< ρίζα + καρπός)] …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»